γυμνόστηθος

γυμνόστηθος
-η, -ο
αυτός που έχει γυμνά τα στήθη, ξεστήθωτος: Στις παραλίες πολλές γυναίκες κυκλοφορούν γυμνόστηθες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γυμνόστηθος — η, ο αυτός που έχει ακάλυπτο το στήθος του …   Dictionary of Greek

  • ανάστηθος — η, ο 1. ορθόστηθος 2. γυμνόστηθος …   Dictionary of Greek

  • γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… …   Dictionary of Greek

  • γυμνόστερνος — η, ο ο γυμνόστηθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός + στέρνο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Μιχαήλ Μητσάκη] …   Dictionary of Greek

  • στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”